γυψώνω

γυψώνω
μετ:
1) гипсовать; 2) штукатурить гипсом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γυψώνω" в других словарях:

  • γυψώνω — γυψώνω, γύψωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυψώνω — (AM γυψῶ, όω) [γύψος] επαλείφω με γύψο νεοελλ. 1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές 2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο 3. (για το… …   Dictionary of Greek

  • γυψώνω — γύψωσα, γυψώθηκα, γυψωμένος 1. αλείφω με γύψο. 2. επιδένω σπασμένο ή εξαρθρωμένο μέλος του σώματος με γύψινο επίδεσμο: Μουγύψωσαν το σπασμένο πόδι για να θεραπευτεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγύψωτος — η, ο [γυψώνω] 1. αυτός που δεν γυψώθηκε, δεν επιχρίστηκε με γύψο 2. αυτός που δεν διακοσμήθηκε με γυψώματα 3. αυτός που δεν περιέχει γύψο …   Dictionary of Greek

  • γύψωμα — το [γυψώνω] η γύψωση …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»